- τριγωνικῶς
- τριγωνικόςtriangularadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριγωνικώς — τριγωνικῶς ΝΑ βλ. τριγωνικός … Dictionary of Greek
τριγωνικός — ή, ό / τριγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τρίγωνον] αυτός που έχει σχήμα τριγώνου νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p … Dictionary of Greek
ψαλιδωτός — ή, ό / ψαλιδωτός, ή, όν, ΝΑ [ψαλιδῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα ανοιγμένου ψαλιδιού (α. «ψαλιδωτές σημαίες» β. «ψαλιδωτό σήμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαλιδωτό ναυτ. σημαία ή σήμα με τριγωνικώς ψαλιδισμένη την ανεμίζουσα πλευρά αρχ.… … Dictionary of Greek